- ἀνοικείωτος
- ἀνοικ-είωτος, ον,A not to be adapted, alien,
ἀλλήλοις M.Ant.12.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλλήλοις M.Ant.12.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανοικείωτος — ἀνοικείωτος, ον (Α) [οικειώ] ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος) … Dictionary of Greek
ἀνοικείωτα — ἀνοικείωτος not to be adapted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)